κλεῖδ'

κλεῖδ'
κλεῖδα , κλείς
clavis
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -ώνω — ΝΜ 1. κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής τα οποία προέρχονται, συνήθως, από τα συνηρημένα ρήματα τής Αρχαίας σε όω, ῶ, χωρίς μεταβολή τής κύριας σημασίας τους (πρβλ. ελευθερ ώνω < ἐλευθερ όω, ῶ, θεμελι ώνω < θεμελι όω, ῶ, κυρτ ώνω <… …   Dictionary of Greek

  • ιστιούχος — ο ναυτ. σχοινί τεντωμένο κατά μήκος τού ιστού πάνω στο οποίο προσδένεται στο ιστίο, κν. βαρδαβέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. ευν ούχος, κλειδ ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • κλειδώνω — (AM κλειδῶ, όω, Μ και κλειδώνω) [κλεις] κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες τού σπιτιού») νεοελλ. 1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα») 2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό 3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα… …   Dictionary of Greek

  • κληματαριά — Φυτό αμπελιού που αναρριχάται σε δοκάρια ή τοίχους κατοικιών ή καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις. Το κλάδεμά του γίνεται με τέτοιον τρόπο ώστε τα καρποφόρα κλαδιά να βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το έδαφος. Η καλλιέργεια της κ. ήταν πολύ… …   Dictionary of Greek

  • κλιδάστης — ο (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρωτόγονων θαλάσσιων ερπετών που ανήκει στην οικογένεια μοσασαύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clidastes (πιθ. < κλειδ < κλείς «κλειδί»)] …   Dictionary of Greek

  • κολεούχος — ο δερμάτινο εξάρτημα τής ιπποσκευής στο οποίο έδενε ο ιππέας με ιμάντες τον κολεό, τη θήκη τού ξίφους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός «θήκη ξίφους» + ούχος (< έχω), πρβλ. κλειδ ούχος, τιτλ ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγόριο Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • κτενάς — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821, από την Αθήνα (το επώνυμο αναφέρεται και ως Χτενάς). 1. Παναγής. Ονομαζόταν και Μπατζακάτσας. Με την έκρηξη της Επανάστασης στην Αττική τον Απρίλιο του 1821, κατετάγη στα επαναστατικά σώματα μαζί… …   Dictionary of Greek

  • λαιμαριά — η το περιλαίμιο τής σαγής τών ζώων, το περιαυχένιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + κατάλ. αριά (πρβλ. κλειδ αριά)] …   Dictionary of Greek

  • λεοντούχος — λεοντοῡχος, ον (Α) αυτός που έχει λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κλειδ ούχος, τροπαι ούχος] …   Dictionary of Greek

  • μυταριά — η λωρίδα τού χαλινού η οποία περνά από την ράχη τής μύτης τού αλόγου, επιρρίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύτη + κατάλ. αριά (πρβλ. κλειδ αριά, λαιμ αριά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”